φυλή

φυλή
I
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής, του νομού Δυτ. Αττικής. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (69 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Μονή Κοίμησης Θεοτόκου Κλειστών (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται στις νότιες υπώρειες της Πάρνηθας, BΔ της Αθήνας.
II
Αττικός δήμος της Οινηίδας φυλής στην ανατολική Πάρνηθα, στην περιοχή της Τανάγρας.
* * *
η, ΝΜΑ
1. σύνολο ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους με κοινή καταγωγή (α. «κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ
β. «φυλὰς δὲ τῶν Δωριέων... μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», Ηρόδ.)
2. αρχαιολ. υποδιαίρεση τού λαού, μόνιμη ή περιστασιακή, στις πρώιμες κοινωνίες, καθώς και τμήμα τής πολιτικής οργάνωσης κάθε πολιτείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο
νεοελλ.
1. (γενικά) α) γλωσσική ομάδα («άρια φυλή»)
β) εθνική ομάδα, εθνότητα («σκωτική φυλή»)
γ) θρησκευτική ομάδα («εβραϊκή φυλή»)
δ) το ανθρώπινο γένος στο σύνολό του («η ανθρώπινη φυλή»)
2. φυσ. ανθρωπολ. βιολογική ομαδοποίηση στα πλαίσια τού ανθρώπινου είδους, η οποία διακρίνεται ή ταξινομείται σύμφωνα με γενετικά μεταβιβαζόμενες διαφορές
3. (κοινων.-ανθρωπολ.) θεωρητικός τύπος τής ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης που βασίζεται σε μικρές ομάδες, οι οποίες ορίζονται από παραδόσεις κοινής καταγωγής και έχουν πρόσκαιρη ή μόνιμη πολιτική ενοποίηση, ανώτερη τού επιπέδου τής οικογένειας, κοινή γλώσσα, κοινό πολιτισμό και κοινή ιδεολογία, καθώς και ενιαία ονομασία και συνεχόμενη εδαφική περιοχή, όρος που τείνει να αντικατασταθεί από τον όρο εθνική ομάδα
4. (ανθρωποβιολ.) καθεμία από τις τρεις κύριες ομάδες στις οποίες διακρίνεται το ανθρώπινο γένος με βάση ορισμένα εξωτερικά γνωρίσματα (α. «λευκή [ή λευκόδερμη ή καυκασοειδής] φυλή» β. «μαύρη [ή μελανόδερμη ή νεγροειδής] φυλή» γ. «κίτρινη [ή ξανθόδερμη ή μογγολοειδής] φυλή»)
5. ζωοτ. καθεμία από τις τεχνητά καθιερωμένες ομάδες οι οποίες διατηρούνται με εντατική επιλογή ή με επιλεγμένο υβριδισμό, ράτσα («φυλή σκύλων»)
6. βοτ. κατηγορία κατώτερη τού είδους, συχνά μεταξύ υποείδους και ποικιλίας
7. φρ. α) «γεωγραφική φυλή»
φυσ. ανθρωπολ. καθεμία από τις έξι έως δέκα μεγάλες ομαδοποιήσεις στις οποίες μπορεί να διακριθεί το σύνολο σχεδόν τού ανθρώπινου πληθυσμού τής Γης (α. «αφρικανική γεωγραφική φυλή» β. «ευρωπαϊκή γεωγραφική φυλή» γ. «ασιατική γεωγραφική φυλή δ. «αμερικανική ινδιάνικη γεωγραφική φυλή» ε. «ινδική γεωγραφική φυλή» στ. «αυστραλιανή γεωγραφική φυλή» ζ. «πολυνησιακή γεωγραφική φυλή» η. «μικρονησιακή γεωγραφική φυλή» θ. «μελανησιακή γεωγραφική φυλή» ι. «αυστραλοειδής γεωγραφική φυλή»)
β) «τοπική φυλή»
φυσ.-ανθρωπολ. καθεμία από τις μικρότερες ομάδες που υπάρχουν μέσα στις περισσότερες γεωγραφικές περιοχές
γ) «φυσιολογική φυλή»
βοτ. φυτικός πληθυσμός που διαφέρει από φυσιολογική, όχι όμως και από μορφολογική, άποψη από τα άλλα μέλη τού είδους
αρχ.
1. (στην Αθήνα) στρατιωτικό σώμα που προερχόταν από κάθε διοικητική-οργανωτική υποδιαίρεση
2. υποδιαίρεση, ομάδα ιερέων σε κάθε ναό τής Αιγύπτου
3. (για πράγμ.) γένος («κατὰ φυλὰς διεκρίνομεν τὰ ἔπιπλα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φύλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Φυλή — a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλή — η 1. σύνολο προγόνων και απογόνων με κοινή καταγωγή και κοινά σωματικά χαρακτηριστικά, που διατηρούνται σταθερά με την τεκνογονία: Λευκή φυλή. 2. έθνος, εθνότητα: Ελληνική φυλή. 3. υποδιαίρεση είδους: Ανθρώπινες φυλές. 4. ως κύρ. όνομα, Φυλή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φυλῇ — Φυλῆι , Φυλεύς masc dat sg (epic ionic) Φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλῇ — φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind mid 2nd sg (doric) φῡλῇ , φυλάζω form into tribes fut ind act 3rd sg (doric) φῡλῇ , φυλή a race fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλή — φῡλή , φυλή a race fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φύλη — Φύλης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκοποειδής φυλή — Φυλή που ανακαλύφθηκε σε απολιθώματα της νότιας Αφρικής και από την οποία κατάγονται οι σημερινοί Βουσμάνοι και Οτεντότοι. Η ονομασία οφείλεται στη Βόσκοπ, τοποθεσία στο Τράνσβααλ, όπου πρωτοβρέθηκε το 1913 απολιθωμένο κρανίο του homo sapiens.… …   Dictionary of Greek

  • θιβετιανή φυλή — Φυλή που ανήκει στην ομάδα των προμογγολοειδών. Χαρακτηρίζεται από το κιτρινομελάχρινο έως το κοκκινομελάχρινο χρώμα του δέρματος, τα μαύρα ίσια μαλλιά, το κοντό ή μέσο ανάστημα, τα λίγο ανοιχτά μάτια, με ανώτατο βλέφαρο ισχυρά αναδιπλωμένο, αλλά …   Dictionary of Greek

  • νοτιομογγολική φυλή — Φυλή του κλάδου των Μογγολιδών, που χαρακτηρίζεται από το μικρό ανάστημα (1,58 μ.) το καστανοκίτρινο χρώμα του δέρματος, το φαρδύ, συχνά και πεπλατυσμένο, πρόσωπο και την κοντή συνήθως μύτη με κοίλο προφίλ και πτερύγια διεσταλμένα. Τα χείλη… …   Dictionary of Greek

  • ουραλική φυλή — Φυλή του κορμού των Προευρωπιδών, περιορισμένη σήμερα σε μια περιοχή της δυτικής Σιβηρίας (λεκάνη του Ομπ). Τα σωματικά χαρακτηριστικά της ουραλικής φυλής είναι τα τυπικά των Προευρωπιδών, δηλαδή το καστανόλευκο χρώμα του δέρματος, τα καστανά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”